- κοσκινοποιός
- ο (Α κοσκινοποιός) αυτός που κατασκευάζει κόσκινα, ο κοσκινάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσκινοποιός — sieve maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσκινοποιείο — το [κοσκινοποιός] εργαστήριο κατασκευής κόσκινων, κοσκινάδικο … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek